- κρατηριζω
- κρατηρίζωкульт. совершать возлияния из кратера Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρατηρίζω — κρατηρίζω, ιων. τ. κρητηρίζω (Α) [κρατήρ] 1. αναμιγνύω οίνο με νερό μέσα σε κρατήρα 2. εκτελώ καθήκοντα υπηρέτη σε θέματα σχετικά με τους κρατήρες στα οργιαστικά μυστήρια 3. παθ. κρατηρίζομαι πίνω κρασί χωρίς μέτρο από τον κρατήρα, πίνω κρατήρες… … Dictionary of Greek
κρητηρίζω — (Α) ιων. τ. βλ. κρατηρίζω … Dictionary of Greek
κρατηρίζειν — κρᾱτηρίζειν , κρατηρίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατηρίζωμεν — κρᾱτηρίζωμεν , κρατηρίζω pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατηρίζων — κρᾱτηρίζων , κρατηρίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρατηρίχθημεν — ἐκρᾱτηρίχθημεν , κρατηρίζω aor ind pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)